Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριανός -ή -ό [akrianós] Ε1 : που βρίσκεται στην άκρη μιας σειράς, παράταξης κτλ.: Tα ακριανά σπίτια του χωριού. || ANT μεσαίος: Tο ακριανό παράθυρο του σπιτιού μας. Οι ακριανές θέσεις. Tα ακριανά καθίσματα.
[άκρ(η) -ιανός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριανός, -ή, -ό [akrianós]
- pertaining to the end point or edge (syn in ακραίος 1):
- ακριανή κολόνα, πέτρα |
- ακριανές πλάκες |
- ακριανά χωριά |
- ακριανό σπιτάκι |
- μπαίνει από την ακριανή καμάρα δεξιά η Aγγέλα (Melas) |
- κανένα τμήμα του ελληνικού εδάφους δεν εγκαταλείπεται ... εκτός από την ακριανή παραμεθόρια λωρίδα ανάμεσα στα σύνορα και τον ποταμό Kαλαμά (Terzakis) |
- ένα πουλάκι καθότανε άφοβα πάνω στον ώμο του ακριανού (σκιάχτρου) (KPolitis) |
- poem φυσάει και τ' ακριανά (sc φυλλαράκια) ξύνονται απάνω στ' άλλα (Agras)
[perh fr *ακραιανός, extended der of ακραίος w. suff -ανός; cf άδειος: αδειανός, λείος: λειανός. The extension is observable in dial ακριναίος fr ακρινός, ακριμιός fr ακριμαίος: άκρος etc]
- pertaining to the end point or edge (syn in ακραίος 1):