Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρατής -ής -ές [akratís] Ε10 : (λόγ., για άνθρ.) που δεν μπορεί να ελέγξει, να συγκρατήσει τα πάθη του. ANT εγκρατής.
[λόγ. < αρχ. ἀκρατής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρατής, -ής, -ές [akratís] (L)
- having no self-control, intemperate, incontinent (syn ασυγκράτητος, ant εγκρατής):
- ~ στα αφροδίσια (syn έκλυτος, ακόλαστος) ~ στο κρασί, ~ στη γλώσσα loose-tongued |
- δεν είναι ~ |
- σκλάβους, ακρατείς, ευτελείς κάνει τους ανθρώπους η αγιάτρευτη φτώχεια (Papanoutsos)
[fr AG]
- having no self-control, intemperate, incontinent (syn ασυγκράτητος, ant εγκρατής):