Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρίτως, επίρρ.
-
- Xωρίς κρίση, ασυλλόγιστα:
- σεμβαίνουσιν ακρίτως εις τας μη πρεπούσας πράξεις (Eρμον. Ξ 21).
[αρχ. επίρρ. ακρίτως]
- Xωρίς κρίση, ασυλλόγιστα: