Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακρίτσα [akrítsa] η,
  • ① edge (endearingly) (syn ακρούλα):
    • poem έλα και για πλερωμή μου | μόνο δυο φιλιά στα χέρια | κ' ένα τοσοδά μικρούλι | στις ακρίτσες των χειλιών (Tsiakos)
  • ② region. corner piece of sth such as bread (syn άκρη 6):
    • δος μου μιαν ~ ψωμί

[der of άκρη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες