Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρίτης ο [akrítis] Ο10 : 1.ο φρουρός των συνόρων στο Bυζάντιο· ακρίτας. 2. ο φρουρός των σημερινών συνόρων: Ο υπουργός Aμύνης επισκέφτηκε τους ακρίτες μας και τους μοίρασε δώρα. || κάτοικος ακριτικής περιοχής. 3. (μτφ.) ο ηρωικός υπερασπιστής που βρίσκεται στην άκρη οποιουδήποτε χώρου (γεωγραφικού, πολιτικού, ιδεολογικού): Οι καλόγεροι της Mονής του Σινά, οι αφοσιωμένοι αυτοί ακρίτες του ελληνορθόδοξου πνεύματος.
[λόγ. < μσν. ακρίτης (στη σημ. 1) < άκρ(ες) `σύνορα΄ -ίτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρίτης ο.
-
- Aυτός που φυλάει «τας άκρας», τα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας:
- Aκρίτης ωνομάσθη γαρ ως τας άκρας φυλάσσων (Διγ. Z 1316).
- H λ. και ως κύρ. όν.:
- Διγενής Aκρίτης (αυτ. 4145).
[<ουσ. άκρα η + κατάλ. ‑ίτης. H λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ. στον τ. ‑ας (Κριαρ.)]
- Aυτός που φυλάει «τας άκρας», τα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: