Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρίς
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ακρίς η,
βλ. ακρίδα (II).
[Λεξικό Γεωργακά]
ακρισάριστος s. ακρησάριστος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρισία η [akrisía] Ο25 : α.η έλλειψη σωστής κρίσης, η αδυναμία να κρίνει κανείς σωστά· απερισκεψία, επιπολαιότητα: Πολλά από τα ηθικά σφάλματά μας οφείλονται στη μωρία και την ~ μας. β. το αποτέλεσμα (λόγος ή πράξη) της ακρισίας: Επιδιώκει να αποκαταστήσει τον ποιητή και το έργο του, από τις ακρισίες και τις πλάνες.

[λόγ. < ελνστ. ἀκρισία, αρχ. σημ.: `σύγχυση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρισία [akrisía] η, (L)
  • want or lack of judgment (syn έλλειψη κρίσης, διανοητική ανεπάρκεια, ελαφρότητα, επιπολαιότητα, απερισκεψία):
    • αμάθεια, άγνοια και ~ |
    • είναι γνωστός για την ~ του |
    • παραπολλά στραβά (ηθικώς) πράγματα κάνει ο άνθρωπος ... προπάντων από μωρία και ~ (Papanoutsos) |
    • (οι φαιδρές απαντήσεις και οι μωρολογίες, τα απίθανα παιδιαρίσματα των υποψηφίων στις εξετάσεις οφείλονται) κατά κύριο λόγο ... στην ~ τους (id.) |
    • πηγαίνει η σαΐτα του (sc του Παλαμά) για να ρίξη είδωλα, να εμποδίση στο έργο τους την πρόληψη και την ~ (Charis) |
    • τα πάθη κυριαρχούν, πλήρης σύγχυση και ~ μέσα στη χριστιανική κοινότητα (Vacalop) |
    • όλα αυτά τα μνημονεύω για ν' αποκαταστήσω τον ποιητή, άνθρωπο κ' έργο απ' τις ακρισίες και τις πλάνες (Valetas)

[fr AG ἀκρισία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες