Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρίδα η [akríδa] Ο26 : 1.έντομο χορτοφάγο που πηδά και πετά με ζωηρότητα: Σμήνη ακρίδων καταστρέψανε τη γεωργική παραγωγή. Στην Παλαιά Διαθήκη οι ακρίδες ήταν μια από τις πληγές του Φαραώ. ΦΡ έπεσαν σαν τις ακρίδες, όρμησαν σε κτ. όλοι μαζί και με διάθεση να το καταφάνε. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που είναι ισχνός, καχεκτικός.
[αρχ. ἀκρίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρίδα [akrí∂a] η,
- ① entom various species of the families Acrididae & Locustidae, locust, grasshopper:
- μεταναστευτική ~ migratory locust |
- πράσινη ~ green locust |
- μαζώνουν κι ακρίδες, τις ξεραίνουν, τις αλέθουν και κάνουν ψωμί (Kazantz) |
- τρώει σαν ~ is gluttonous |
- είναι μια ~ of rapacious, greedy person |
- είναι αδύνατος, έγινε σαν ~ is too lean |
- ο Πρόδρομος δίπλα στο Xριστό ήτανε σα μιαν ~ λιγνή και πράσινη (Kazantz) |
- άξαφνα ... ολόκληρος ένας αλαφιασμένος πληθυσμός έπεσε σαν τις ακρίδες μέσα στο ανάκτορο του Διοκλητιανού (Ouranis) |
- poem κι αν λίγα μέτρα τού χτενόσπαρτου κάμπου ψαρευτούνε, | σαν ακρίδες ομάδι αλλού πετούνε! (Mammelis) |
- στοιχηματίζεις αν οι ακρίδες είναι | πιο νόστιμες ή οι τσίχλες, και κριτής μας | σ' αυτό να γίνη ο Λάμαχος; (Stavrou Ar)
- ② sg collectively, swarm of locusts, plague of locusts:
- έπεσε ~ στα σπαρτά και τα ρήμαξε
- ⓐ fig disastrous force or hordes:
- στην κατοχή έπεσε η ~, οι εχθροί, και δεν άφησαν τρόφιμα για τον πληθυσμό |
- λεφούσι τρομερό, πληγή του Φαραώ κι ~, που ζούσε στην καμπούρα των ανθρώπων (Karagatsis) |
- poem και στα λευκά συντρίμματα άλλη ~ | χυμάει |
- ο αρχαιολόγος κι ο αγιογδύτης (Myriv)
- ③ fig cachectic, puny, of person:
- αυτή η ~ θα δείρη εμένα; |
- αυτή η ~ μάς φοβερίζει!
[fr MG ακρίδα ← K, PatrG ← AG ἀκρίς]
- ① entom various species of the families Acrididae & Locustidae, locust, grasshopper:
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρίδα (I) η.
-
- 1) Aκρίδα (περιληπτ.):
- Tον αυτόν καιρόν εφύσησεν πολλή ακρίδα (Mαχ. 6824).
- 2) Eπιδρομή ακρίδων:
- έπεσε ’ς τούτα τα νησά αφανισμός κι ακρίδα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 39012).
[αρχ. ουσ. ακρίς. H λ. και σήμ.]
- 1) Aκρίδα (περιληπτ.):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρίδα (II) — ακρίς η.
-
- H κορυφή του βλασταριού:
- ακρίδας ου σιτεύομαι ουδ’ αγαπώ βοτάνας (Προδρ. II 103).
[μτγν. ουσ. ακρίς]
- H κορυφή του βλασταριού:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριδάκι [akri∂áci] το,
- little locust
[der of ακρίδα as are region. ακριδίτσα, ακριδούλα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρίδαλος [akrí∂alos] ο, (Kazantz Od)
- locust:
- poem κι ο ~ καβάλα στο λερό, τετράπαχό του σβέρκο (ib 1.1159) |
- σα Xάρος πράσινος ο ~ στο σούρουπο του εφάνη (ib 8.602) |
- κι όπως σαυρόπουλα κι ακρίδαλοι τα ξωτικά χαθήκαν (ib 16.1112)
[augmentat. of ακρίδα; cf dial ακρίδαρος]
- locust:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρίδαμος s. κρίταμο.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριδάρα [akri∂ára] η,
- ① region. great locust
- ② fig of mature women sexually active w. young men:
- ακριδάρες ξεσταχυασμένες γκιόσες του διαβόλου είναι όλες κατά κανόνα περασμένες, εν διαστάσει ή μη, τριανταπεντάρες ή και σαραντάρες κι απάνω ... πέφτουν στο χαρμόσυνο ερωτικό αμπέλι της εφηβείας και δεν αφίνουν βλαστάρι για βλαστάρι (Melas)
[augmentat. of ακρίδα; cf ακρίδαρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρίδαρος [akrí∂aros] ο, region. (Messenia, Macedonia) = ακριδάρα
- :
- ακούστηκαν φωνές |
- ένας ~! |
- το παιδί έσερνε με σπάγγο έναν ολοπράσινο ακρίδαρο
[augmentat. of ακρίδα; cf ακριδάρα]