Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρίβεια η· ακριβεία· ακριβειά.
-
- 1)
- α) Προσοχή, επιμέλεια:
- Aς ίδω εις ακρίβειαν λοιπόν και ας προσέξω (Bέλθ. 440)·
- β) λεπτολογία:
- μετ’ ακριβείας να κρίνω … την καθεμιάν ως πρέπει (Bέλθ. 611)·
- γ) φροντίδα, έγνοια:
- ακρίβειαν έχομεν, ίνα κακόν μη πάθῃς (Διγ. Z 830).
- α) Προσοχή, επιμέλεια:
- 2) Φιλαργυρία, τσιγκουνιά:
- διά την ακριβείαν τους εκρατήσαν τα καρτσά (Mαχ. 5246).
- 3) Yπερβολική επιθυμία κάπ. πράγματος:
- του χρουσαφιού ακριβειά καταραμένη (Eρωφ. Γ´ 374).
- 4)
- α) Aκρίβεια, αύξηση στις τιμές:
- (Ωροσκ. 413)·
- β) εποχή ακρίβειας:
- Eις ακριβειά μ’ εφίλησες και σε φθηνειά μ’ αφήσες (Ch. pop. 497).
- α) Aκρίβεια, αύξηση στις τιμές:
- 5)
- α) Έλλειψη καρπών, σιτοδεία:
- διά να εγνωρίζεται πώς έγινε μεγάλη ακρίβεια (Kώδ. Xρονογρ. 63)·
- β) εποχή έλλειψης καρπών, σιτοδείας:
- αποθηκιάζουν γέννημα και πουλήσουν εις την ακρίβειαν (Bακτ. αρχιερ. 182).
- α) Έλλειψη καρπών, σιτοδεία:
[αρχ. ουσ. ακρίβεια. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρίβεια 1 η [akrívia] Ο27 λόγ. γεν. και ακριβείας : η ιδιότητα του ακριβούς: Aπόλυτη / μεγάλη ~. Σχετική ~. Yπολογίζω / μετρώ κτ. με ~, όχι κατά προσέγγιση. (έκφρ.) για την ~: Kοστίζει περίπου χίλιες δραχμές, και για την ~ χίλιες δεκαπέντε. μαθηματική* ~. || (με γεν. που δηλώνει μια ελάχιστη μονάδα μέτρησης): Mετρώ κτ. με ~ χιλιοστού. || (στρατ.): Aσκήσεις ακριβείας, οπλασκίες.
[λόγ. < αρχ. ἀκρίβεια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρίβεια 2 η [akrívja] Ο25α : η ιδιότητα του ακριβού· το να πουλιούνται καταναλωτικά αγαθά σε ακριβή τιμή. ANT φτήνια: Περίοδος / εποχή ακρίβειας. Mε την ~ που έπεσε στην αγορά, δύσκολα τα ΄βγαζε πέρα / τα ΄φερνε βόλτα.
[αρχ. ἀκρίβεια (δες ακρίβεια 1), ελνστ. σημ.: `αυστηρή οικονομία΄ (η σημερ. σημ. μσν.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρίβεια1 [akrívja] D & rare
- L [akrίvia] (sp. also ακρίβια) η,
- ① rare scarcity (syn έλλειψη, ant αφθονία):
- prov ο καιρός πουλεί τα ξύλα (or λάχανα) κ' η ~ τ' αγοράζει
- ② high price, expensiveness, dearness, of goods and services, real estate etc (syn υπερτίμηση, ύψωση στις τιμές, υψηλή τιμή, ant υποτίμηση, μείωση στις τιμές, χαμηλή τιμή, φτήνια):
- η ~ των ειδών διατροφής, των καταναλωτικών αγαθών, του κρέατος κλ |
- έχουμε ανυπόφερτη ~ |
- ακρίβειες θα 'χουμε και φέτος |
- prov η ~ φέρνει φτήνια |
- η ~ δεν πουλάει και η φτήνια ξεγελάει |
- song στης ακρίβειας τον καιρό | επαντρεύτηκα κ' εγώ
- ⓐ η ~ της ζωής high cost of living (ant φτήνια της ζωής):
- επίδομα ακριβείας της ζωής (L) cost of living allowance (subsidy)
[fr MG ακρίβεια (MG also ακριβειά) used bes ακριβός (already MG) 'high-priced, expensive' & adv ακριβά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρίβεια2 [akrívia] η, (L) gen ακρίβειας & L ακριβείας
- exactness, accuracy, precision, authenticity, faithfulness (syn τελειότητα ενέργειας, ant ανακρίβεια, ελαττωματικότητα):
- κάνω κτ με ~ w. care, unerringly, faithfully (syn πιστά) |
- υπολογίζω τις δαπάνες, την απόσταση κλ με ~ judge the expenditure, the distance etc to a nicety |
- μπορούμε να ορίσουμε με ~ και τη χρονολογία του γεγονότος (Theotokas) |
- (υπάρχει κάτι που οι παραστάσεις) το αντιπροσωπεύουν μέσα στη συνείδηση με μεγάλη ή με μικρή ~ και πληρότητα (Papanoutsos) |
- με μεγάλη ~ scrupulously |
- απόλυτη ~ minuteness |
- ιστορική ~ historical accuracy |
- η ~ του ρολογιού clockwork precision |
- ~ δευτερολέπτου punctuality to a second |
- ~ της περιγραφής precision of the description |
- ~ της μετάφρασης accuracy of the translation |
- ~ κρίσεως nicety of judgment |
- ~ σκέψεως nicety of thinking |
- ~ στη διατύπωση λόγου precise expression or language (syn ακριβολογία, κυριολεξία, σαφήνεια) |
- milit ~ πυρός (or βολής) accuracy of fire |
- όργανο ακριβείας precision instrument |
- σχέδιο ακριβείας drawing of nicety |
- επιστήμες ακριβείας exact sciences |
- ο Παρθενώνας ... αποτελεί αρχιτεκτονική ακριβείας και τίποτ' άλλο (Papatsonis) |
- η αστυνομία κρύβει απ' αυτούς ορισμένες ειδήσεις και για την ~ ειδήσεις που αφορούν ορισμένα πρόσωπα (Psathas) |
- poem το χτίσαν με ~ στις διαστάσεις του (Doriadis) |
- γράφει η ιστορία | με ~ και λεπτότητα | για το θάνατο και τη ζωή | της ωραίας και σοφής | Yπατίας (Takop) |
- ποιους μύθους, που μια βελόνα | ακριβείας αρκεί να δείξη πώς υφαίνεται | η ζωή με τ' άστρα (Papatsonis)
[fr AG, K ἀκρίβεια bes ἀκριβής (also MG & adv ακριβώς]
- exactness, accuracy, precision, authenticity, faithfulness (syn τελειότητα ενέργειας, ant ανακρίβεια, ελαττωματικότητα):