Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακράτητος, επίθ.
-
- Aσυγκράτητος, ακατάσχετος, ορμητικός:
- προς πολέμων συμπλοκάς ακράτητος υπήρχεν (Kαλλίμ. 854).
[αρχ. επίθ. ακράτητος. H λ. και σήμ.]
- Aσυγκράτητος, ακατάσχετος, ορμητικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακράτητος -η -ο [akrátitos] Ε5 : που έχει τόση ορμή και δύναμη, ώστε είναι αδύνατο να συγκρατηθεί· ασυγκράτητος: Όρμησαν ακράτητοι, ακάθεκτοι. Aκράτητη χαρά. Aκράτητα γέλια, ασυγκράτητα. Aκράτητη φαντασία, αχαλίνωτη. Aκράτητη φλυαρία, ακατάσχετη. Aκράτητο πάθος / μίσος. ~ πόθος, παράφορος, αχαλίνωτος.
ακράτητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκράτητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακράτητος, -η, -ο [akrátitos]
- ① unrestrained, unhindered, unchecked or uncheckable, irrepressible (syn ακάθεκτος, ακατάσχετος, ασυγκράτητος, αχαλίνωτος, βίαιος, ορμητικός, ant κρατημένος, συγκρατημένος [or συγκρατούμενος]):
- ~ άνθρωπος |
- έτρεχε, χύθηκε, όρμησε, προχώρησε ~ |
- ακράτητα παιδιά, νιάτα ορμητικά κι ακράτητα |
- άλογο ακράτητο |
- ακράτητη τρεχάλα |
- ~ θαυμασμός, βερμπαλισμός |
- ακράτητη ορμή, εξόρμηση, δύναμη, τόλμη |
- ακράτητο κύμα, ρεύμα |
- ακράτητη βροχή, φουρτούνα |
- ακράτητα νεύρα unrestrained nerves |
- ακράτητη χαρά, ευθυμία |
- ακράτητη απ' τη χαρά της |
- ακράτητα γέλια (δάκρυα) irrepressible, unsuppressed, unrestrained laughter (tears) |
- πλούσια πηγή από νερό που έρρεεν ακράτητο, πλημμυριστό (Palam) |
- το τάγμα εξόρμησε ακράτητο (Terzakis) |
- ο ψυχρός άνεμος γίνηκε ~ (Karagatsis) |
- απαρνιόντανε η μια (σχολή) την άλλη με τυφλή εμπάθεια και ακράτητη ροπή στην έξαλλη υπερβολή (Theotokas) |
- ο στίχος του (sc του Παλαμά) ήταν άφθονος, ~ και γυμνασμένος για κάθε προσέγγιση (Charis) |
- το θέμα είναι ... πλεγμένο με λογής περιπέτειες και ακράτητη φαντασία (Dimaras) |
- poem το γοργοφύσημ' ακράτητο πήρε | προς τ' αξεδιάλυτου χάους το δρόμο (Palam) |
- ξεσπά ο στρατός τους ~ τη λύσσα του, όπου τύχη (Malakasis) |
- κι ωσά να χύθη αμέτρητη | κι ακράτητη η τρομάρα (Sikel) |
- (δυο κριάρια) χτυπιόνται ακράτητα με τα στριφτά τους κέρατα αντιμέτωπα (id.)
- ② passionate, fiery, indomitable (syn παράφορος, φλογερός, αδάμαστος, near-syn απερίγραπτος, ant συγκρατημένος, χαλαρός, ψύχραιμος):
- ακράτητο πάθος (ant ψυχρή ηρέμηση) |
- ~ ενθουσιασμός |
- τον κατέχει ~ πόθος για δράση |
- ακράτητη επιθυμία, e.g. μου ήρθε άκρατη επιθυμία να επικοινωνήσω με τον Poveretto (Palam) |
- (τα φιλελεύθερα στοιχεία) θα ξεσπάσουν με ακράτητο μίσος (Kazantz) |
- πού είναι; έκαμε ακράτητη η Pόζα (Xenop) |
- αμαρτίες ... καλοκαθαρισμένες μέσα στη φωτιά του λυρισμού του πιο ακράτητου (Palam) |
- στο (γλυπτό) κεφάλι είναι διάχυτη η ακράτητη επιθανάτια θλίψη (Karouzou) |
- poem ακούοντας τον ακράτητο αυτόν αίνο | με του Aισχύλου τον άκρατο σκοπό |
- "η Eλλάδα σκώθηκε και τρώει τον ξένο" (Sikel)
[fr MG ακράτητος ← K, PatrG]
- ① unrestrained, unhindered, unchecked or uncheckable, irrepressible (syn ακάθεκτος, ακατάσχετος, ασυγκράτητος, αχαλίνωτος, βίαιος, ορμητικός, ant κρατημένος, συγκρατημένος [or συγκρατούμενος]):