Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακράτεια η [akrátia] Ο27 : α.(λόγ.) η ιδιότητα του ακρατούς, η αδυναμία κάποιου να ελέγξει, να περιορίσει τα πάθη του. ANT εγκράτεια. β. (ιατρ.) ~ ούρων / κοπράνων, η αδυναμία συγκράτησης των απεκκρίσεων.
[λόγ.: α: αρχ. ἀκράτεια· β: σημδ. γαλλ. incontinence]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακράτεια [akrátia] η, (L)
- ① lack of self-control, incontinence:
- med ~ των ούρων incontinence of urine |
- υποφέρει από ~ των ούρων is incontinent of urine |
- του έβαλαν μηχάνημα για την ~ των ούρων |
- να μη χολιάση ο κάθε άγιος προϊστάμενος, πίνει πολλές κανάτες το κρασί, τόσο που μετάνοιωσε για την ακράτειά του (Papatsonis)
- ② fig incontinence (of tongue, speech etc):
- ~ της γλώσσας incontinence of tongue, looseness of tongue, loquaciousness, chattering (syn αμετροέπεια, πολυλογία, φλυαρία) |
- κλεψύδρα τοποθετούν τα κοινοβούλια για να περιορίσουν την ~ λόγου (Palaiologos) |
- το ύφος του (sc του Pοΐδη) ξεχύνεται με ~ μέσα στην Πάπισσα Iωάννα (Dimaras)
[fr AG ἀκράτεια, der of ἀκρατής]
- ① lack of self-control, incontinence: