Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακράδαντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακράδαντα [akrá∂anda] adv
  • unshakenly, firmly, steadfastly (syn αδιάσειστα, αδίστακτα, ακλόνητα, L ακραδάντως):
    • το πιστεύω ~ |
    • πιστεύει ~ στο μέλλον του ελληνισμού |
    • idiom phr πιστεύω ~ ότι (or πως) I steadfastly believe that

[der of ακράδαντος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες