Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούρδιστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακούρδιστος s. ακούρντιστος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακούρδιστος -η -ο [akúrδistos] & ακούρντιστος -η -ο [akúrdistos] Ε5 : α.(για μουσ. όργανα ή μηχανισμούς με ελατήριο) που δεν τον έχουμε κουρδίσει καθόλου ή επαρκώς: Aκούρδιστη κιθάρα. Aκούρδιστο ρολόι. β. (για πρόσ., μτφ.) που δεν τον έχουμε επιτήδεια ερεθίσει: Σωστό πειραχτήρι· κανέναν δεν άφησε ακούρντιστο.

[α- 1 κουρδισ- (κουρδίζω), κουρντισ- (κουρντίζω) -τος· (πρβ. μσν. ακόρδιστος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες