Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακούραστος, επίθ.
-
- 1) Που δεν κουράζεται, ακαταπόνητος:
- εδείχναν άνδρες θαυμαστοί, ακούραστοι γιατ’ ήσαν (Aχέλ. 602).
- 2) Που δεν έχει κουραστεί, ξεκούραστος:
- φουσσάτα αναπαμένα, ακούραστα (Παλαμήδ., Bοηβ. 1036).
[<στερ. α‑ + κουράζω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Που δεν κουράζεται, ακαταπόνητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακούραστος -η -ο [akúrastos] Ε5 : που δεν αισθάνεται, δεν εκδηλώνει κούραση· ακάματος, ακαταπόνητος: ~ άνθρωπος / εργάτης / ερευνητής. ~ μαχητής της αλήθειας. Yποστηρίζουν με ακούραστη επιμονή την επιχειρηματολογία τους.
ακούραστα ΕΠIΡΡ α. χωρίς αίσθηση ή εκδήλωση κούρασης· ακαταπόνητα: Mοχθούν ~ για την προκοπή του τόπου μας. β. χωρίς κόπο· άκοπα: Kι όμως πλούτισε ~. [α- 1 κουρασ- (κουράζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακούραστος, -η, -ο [akúrastos]
- ① untiring, untirable, indefatigable (syn in ακάματος 1):
- ~ άνθρωπος, όλο δουλεύει |
- ~ δουλευτής a hardworking man, a hardworker |
- ~ εργάτης, υπάλληλος, διδάσκαλος |
- σοφός και ~ επιστήμων |
- μαχητής ~ |
- ~ και παραδειγματικός ερευνητής |
- οι ξυλοκόποι δουλεύουνε ακούραστοι (Paroritis) |
- θεατράκια ... φτιασμένα με ακούραστη φαντασία (Melas) |
- υποστηρίζουν με ακούραστη επιμονή την επιχειρηματολογία τους (Christidis) |
- poem να είσαι ~ για τα γλέντια δεν είναι νιότη (Palam) |
- ... και τόσα |
- της λέει γλυκομίλητα |
- με ακούραστη γλώσσα (Markoras) |
- άφωνη κοιτάζεις πέρα |
- στη χελιδονοφωλιά |
- την ακούραστη μητέρα |
- που ταΐζει τα πουλιά (Drosinis) |
- ή στο χαμό αν δεόμουνα που βάδιζε ο λαός Σου, |
- βοήθειας χέρι ακούραστο να γείρη το έλεός σου (Sikel) |
- δειλές και αδύναμες σταμάτησαν οι ώρες, |
- διπλώνοντας τ' ακούραστα φτερά (Karvounis)
- ② untiring, unwearying, easy (syn in ακοπίαστος 3):
- ακούραστη δουλειά |
- ακούραστη προσπάθεια unwearying effort
[fr LMG ακούραστος, cpd w. *κουραστός (κουράζω), whence κουραστικός; cf κοπιαστικός]
- ① untiring, untirable, indefatigable (syn in ακάματος 1):