Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούραστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακούραστα [akúrasta] adv
  • ① untiringly, tirelessly, indefatigably (syn χωρίς κούραση, ακαταπόνητα, άοκνα):
    • δουλεύει ~, διαβάζει ~ |
    • φλερτάρισε ~ μια όμορφη κοπέλα |
    • ο συγγραφέας επεξεργάζεται ~ τις ιδέες του |
    • τα φτερά (sc του πουλιού) αποκρίνονται ~ στο κάλεσμα των ουρανών (Palam) |
    • μιλούσε ~ για όσους ζούνε και για όσους πεθάνανε (Vlachogiannis) |
    • ήθελα να χαίρωμαι διπλά, τριπλά, το μέγα πανηγύρι που ψάλλει ~ η αχανής σας χορωδία (Melas) |
    • (ο βοριάς) σπρώχνει τα κύματα και τα κάνει να χοροπηδούν και ν' αφρίζουν ~ (MSigouros) |
    • τα ρήγματα επισκευάζονται ~ από τους πολιορκημένους (Vacalop) |
    • τα πεύκα μοσκομύριζαν και θρόιζαν ~ (Glezos) |
    • poem ωσάν αυτόν oπού θερίζει ~, |
    • σκυμμένος μέσ' το πέλαο των σταχυών (Sikel)
  • ② without (much) toil, effortlessly (syn in άκοπα 1):
    • πλουτίζει ~ |
    • η δημοτική γλώσσα ευχαριστεί τον αναγνώστη και του επιτρέπει να διαβάση το βιβλίο ~ |
    • poem ... και ο χορός κρατεί, |
    • όσο γλεντούμ' ~ του γάμου τις ημέρες (Palam)

[der of MG, ModG ακούραστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες