Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακούνητος -η -ο [akúnitos] Ε5 : 1α.που δεν κουνήθηκε ή δεν κουνιέται· (πρβ. ακίνητος): Στέκονται αμίλητες κι ακούνητες, λες κι έχουν γίνει αγάλματα. β. ακούνιστος. 2. που δεν υποχωρεί από μια άποψη, γνώμη· αμετακίνητος: Kατέβηκε ως τις τριακόσιες χιλιάδες δραχμές, μα εκεί έμεινε ~ κι αποφασισμένος. 3. που δεν μπορούμε να τον κουνήσουμε· ακίνητος, αμετακίνητος: Έπιπλο βαρύ, ακούνητο.
[α- 1 κουνη- (κουνώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακούνητος, -η, -ο [akúnitos] (& region. ακούνιστος & ακούνιγος)
- ① motionless, still (syn in ακίνητος 1):
- ~ σαν απολιθωμένος |
- τον κοιτάει ακούνητη κι αμίλητη |
- τον εκάρφωνε με το βλέμμα της ακούνητο, σαν έκανε να ζυγώση (Karkavitsas) |
- το τρίτο (αγγόνι) το καλύτερο ήταν άρρωστο ..., καθόταν ακούνητο σ' ένα κρεβάτι στο νοσοκομείο και κοίταζε το ταβάνι (Panagiotop) |
- οι άλλες στέκουνται τώρα αμίλητες, ακούνητες, μαρμαρωμένες πες· έχουν γίνει αγάλματα (Myriv) |
- λίγα κουρέλια σύννεφα κρέμονταν ακόμα στον ουρανό ακούνητα (DOikonomidis) |
- έβγαινε ... ένα μεγάλο αστέρι και στεκότανε ακούνητο στη θέση του (KPolitis)
- ② unmoved or immovable, irremovable (syn ακίνητος 2a):
- η πέτρα είναι ογκώδης, ακούνητη |
- έπιπλο βαρύ, ακούνητο
- ⓐ unshakable, fixed, steadfast, steady (syn ακίνητος 2b):
- έβαλε όλα τα καρφιά κ' έκαμε την κάσα ακούνητη (Loucatos) |
- να του φτιάση ... το γεφύρι στερεό και ακούνητο (id.)
- ⓑ permanent (syn μόνιμος):
- η αγάπη που του είχαν οι μαθητές του ... τον είχε κρατήσει στο γυμνάσιο εκείνο ακούνητο τόσα χρόνια (Xenop) |
- δήτε τους καλόγερους και τους παπάδες στα χωριά. Aυτοί 'ναι η πατοκαζανιά, αυτοί το ακούνιστο χαράκι (Prevelakis)
- ⓒ unyielding:
- ο Mανόλης κατέβηκε ως τις τρακόσιες, μα εκεί πια έμεινε ~ κι αποφασισμένος (Xenop)
- ③ not rocked in a swing or in a cradle:
- το παιδί κοιμήθηκε ακούνητο απόψε |
- κουνηθήκατε όλοι, μόνον εγώ έμεινα ακούνιστος you all swung, only I remained without swinging
- ④ fig very strong financially, of a solid financial basis, (well-) propertied (syn ατράνταχτος, εύπορος):
- σπίτι ακούνηστο a propertied household or family
[cpd w. κουνητός & -ιστός: κουνώ]
- ① motionless, still (syn in ακίνητος 1):