Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακούμπωτος -η -ο [akúmbotos] Ε5 : που δεν έχει κουμπωθεί· ξεκούμπωτος. ANT κουμπωμένος: Aκούμπωτο πουκάμισο / σακάκι.
[α- 1 κουμπώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακούμπωτος, -η, -ο [akúmbotos]
- unbuttoned (syn ξεκούμπωτος, ant κουμπωμένος):
- ακούμπωτο γιλέκο, πουκάμισο, σακκάκι |
- ξέχασες τα κουμπιά του παντελονιού σου ακούμπωτα
[cpd w. κουμπωτός: κουμπώνω]
- unbuttoned (syn ξεκούμπωτος, ant κουμπωμένος):