Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοόμετρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακοόμετρο το [akoómetro] & ακουόμετρο το [akuómetro] Ο40 : όργανο για τον έλεγχο της οξύτητας της ακοής.

[λόγ. ακο(ή) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. audiomètre (-mètre = -μετρο)· σφαλερή υποκατάσταση ακού(ω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακοόμετρο [akοómetro] το, (& ακουόμετρο) med
  • acoumeter, device for measuring the acuity of hearing:
    • εκτός από τα ακουόμετρα ή ακουόφωνα θα χρειαστή και μια προάσκηση, που θα το προετοιμάση (sc το παιδί) για συστηματική διδασκαλία (Geros)

[neol, cpd of ακοή & μέτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες