Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακουστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακουστικός -ή -ό [akustikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ακοή. α. που εξυπηρετεί ή διευκολύνει την ακοή: Aκουστικό νεύρο. ~ πόρος. Aκουστική συσκευή. β. που γίνεται ή υπάρχει με την ακοή: Aκουστικό αίσθημα. Aκουστικές παραστάσεις. Aκουστική εικόνα. Aκουστικό λάθος. γ. ~ τύπος (ανθρώπου), που εύκολα συγκρατεί στη μνήμη του ή αφομοιώνει ό,τι ακούει· (πρβ. οπτικός). δ. (ως ουσ.) το ακουστικό*. ακουστικά & (λόγ.) ακουστικώς ΕΠIΡΡ από την άποψη του τρόπου με τον οποίο ακούγεται κτ.: ~ ωραίο ποίημα. || μέσο της ακοής: Ο ποιητικός λόγος αποδίδει και ~ την απόχρωση του νοήματος που θέλει να υποβάλει.

[λόγ. < ελνστ. ἀκουστικός `της ακοής΄ & σημδ. γαλλ. acoustique (< ελνστ. ἀκουστικός)· λόγ. < ελνστ. ἀκουστικῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακουστικός, -ή, -ό [akustikós]
  • pertaining to the sense or organs of hearing, to sound or the science of sound, acoustic, auditory, aural:
    • ακουστικό νεύρο acoustic (or auditory) nerve |
    • ~ πόρος orifice of the ear |
    • ακουστικό κέρας hearing trumpet |
    • ακουστικό φίλτρο acoustic filter |
    • ακουστική συχνότητα audio-frequency |
    • ακουστική συσκευή listening device |
    • ~ τηλέγραφος telegraph transmitting by audible signals |
    • ακουστική ενέργεια |
    • ακουστικό αίσθημα |
    • ακουστική αίσθηση sense of hearing |
    • ακουστική ευαισθησία acoustic sensitivity |
    • είναι ~ τύπος |
    • ακουστικές παραστάσεις |
    • ακουστική φαντασία |
    • η ακουστική εικόνα της λέξεως |
    • ακουστική χρήση της γλώσσας (Geros) |
    • τα ακουστικά ενεργήματα γενικά δεν εξηγούν ποτέ το νόημα που έχει η ομιλία μας (Theodorakop) |
    • η ονοματοποιία έχει βάση ακουστική (Papanoutsos)

[fr K ἀκουστικός, der of ἀκουστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες