Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακουστικό το [akustikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : όργανο που προσαρμόζεται στα αυτιά, για να ενισχύει την ακοή ή για να μετατρέπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα σε ήχους: Φορώ ακουστικά. Aκουστικά βαρυκοΐας. Tα ακουστικά του γιατρού. Tα ακουστικά του ασυρμάτου / του μαγνητοφώνου. || Tο ~ του τηλεφώνου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ακουστικός σημδ. γαλλ. acoustique (< ελνστ. ἀκουστικός), écouteur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουστικό [akustikó] το,
- ① part of an instrument to which the ear is applied, earpiece; also the instrument
- ⓐ hearing aid:
- ~
- ⓑ med stethoscope:
- είμαι ο γιατρός που δεν ξέρει να χρησιμοποιή το ~ του (Karantonis)
- ② teleph (telephone) receiver:
- ~ τηλεφώνου |
- κλείνω (κρεμάω) το ~ hang up (the receiver)
- ③ wireless, teleph earphone, headphone:
- ~ του κεφαλιού headphone |
- ακουστικά ασυρμάτου wireless headphone
[n of adj ακουστικός, perh fr ακουστικόν όργανον or μηχάνημα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακουστικός -ή -ό [akustikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ακοή. α. που εξυπηρετεί ή διευκολύνει την ακοή: Aκουστικό νεύρο. ~ πόρος. Aκουστική συσκευή. β. που γίνεται ή υπάρχει με την ακοή: Aκουστικό αίσθημα. Aκουστικές παραστάσεις. Aκουστική εικόνα. Aκουστικό λάθος. γ. ~ τύπος (ανθρώπου), που εύκολα συγκρατεί στη μνήμη του ή αφομοιώνει ό,τι ακούει· (πρβ. οπτικός). δ. (ως ουσ.) το ακουστικό*.
ακουστικά & (λόγ.) ακουστικώς ΕΠIΡΡ από την άποψη του τρόπου με τον οποίο ακούγεται κτ.: ~ ωραίο ποίημα. || μέσο της ακοής: Ο ποιητικός λόγος αποδίδει και ~ την απόχρωση του νοήματος που θέλει να υποβάλει. [λόγ. < ελνστ. ἀκουστικός `της ακοής΄ & σημδ. γαλλ. acoustique (< ελνστ. ἀκουστικός)· λόγ. < ελνστ. ἀκουστικῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουστικός, -ή, -ό [akustikós]
- pertaining to the sense or organs of hearing, to sound or the science of sound, acoustic, auditory, aural:
- ακουστικό νεύρο acoustic (or auditory) nerve |
- ~ πόρος orifice of the ear |
- ακουστικό κέρας hearing trumpet |
- ακουστικό φίλτρο acoustic filter |
- ακουστική συχνότητα audio-frequency |
- ακουστική συσκευή listening device |
- ~ τηλέγραφος telegraph transmitting by audible signals |
- ακουστική ενέργεια |
- ακουστικό αίσθημα |
- ακουστική αίσθηση sense of hearing |
- ακουστική ευαισθησία acoustic sensitivity |
- είναι ~ τύπος |
- ακουστικές παραστάσεις |
- ακουστική φαντασία |
- η ακουστική εικόνα της λέξεως |
- ακουστική χρήση της γλώσσας (Geros) |
- τα ακουστικά ενεργήματα γενικά δεν εξηγούν ποτέ το νόημα που έχει η ομιλία μας (Theodorakop) |
- η ονοματοποιία έχει βάση ακουστική (Papanoutsos)
[fr K ἀκουστικός, der of ἀκουστός]
- pertaining to the sense or organs of hearing, to sound or the science of sound, acoustic, auditory, aural:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουστικότητα [akustikótita] η, (& L ακουστικότης) (L)
- ① audibility:
- ~ ασυρμάτου, ~ σημάτων
- ② acoustics (syn ακουστική 2):
- η ~ χώρου
[der of ακουστικός]
- ① audibility: