Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακουστική η [akustikí] Ο29 : 1.κλάδος της φυσικής που εξετάζει τα σχετικά με τον ήχο φαινόμενα. 2. η ιδιότητα κλειστού ή ανοιχτού χώρου να μεταδίδει τον ήχο: Tα αρχαία θέατρα είχαν καλή ~. Aυτή η εκκλησία δεν έχει καλή ~.
[λόγ. < γαλλ. acoustique < αρχ. τό ἀκουστικόν `η ικανότητα της ακοής΄ (-ique = -ική)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουστική [akusticí] η,
- ① phys science of sound, acoustics:
- η ~ με τον Helmholz πραγματοποιεί ραγδαίες προόδους (Papanoutsos)
- ② acoustic properties, acoustics:
- η ~ του χώρου (της αίθουσας) είναι ελαττωματική the acoustics of the room (hall) are defective |
- η ~ του θεάτρου είναι καλή |
- η εκκλησία δεν έχει καθόλου ~ |
- σε κλειστό χώρο ... η ~ για τη μουσική είναι πολύ τελειότερη παρά στο ύπαιθρο (Thrylos) |
- παραδείγματα ... για την ~ των συντονιών, που δείχνει πόσο ο τόνος της φωνής συντελεί στην κατανόηση (Geros)
[the f of ακουστικός 'of hearing' substantiv.]
- ① phys science of sound, acoustics: