Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακουστικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακουστικά [akustiká] adv
  • auditorily (syn L ακουστικώς):
    • το ποίημα είναι ~ εντελώς αλλιώτικο από το άλλο (Papanoutsos) |
    • ο ποιητικός λόγος αποδίνει και ~ την απόχρωση του νοήματος, που θέλει να υποβάλη (id.) |
    • (επαναλαβαίνει) τις λέξεις ... για να τις συνηθίση οπτικά, ~ και κινησιαισθητικά (Geros)

[fr adj ακουστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go