Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουσμένος, -η, -ο [akuzménos]
- ① heard (syn ακουστός 1):
- poem δεν το καταλαβαίνει | τ' είναι η φωνούλα ενός πουλιού στην ερημιά ακουσμένη (Drosinis) |
- κι ο ήχος του νερού ... ~ ξανά (Ritsos)
- ② well-known as excellent or important (syn ακουστός 3, πολύ γνωστός, με όνομα, διάσημος, ονομαστός, ξακουσμένος, ξακουστός, φημισμένος):
- γιατρός ~ στην Eυρώπη |
- ~ ποιητής |
- η κοντέσα με το όνομα το φραγκικό Eλληνίδα είναι ..., ακουσμένη στον καιρό της, η Iσαβέλλα Θεοτόκη (Palam) |
- poem ω ακουσμένοι εις την ανδρεία! (Solom) |
- το ταπεινό τους γένος | το σήκωσεν αυτός, | στη δύναμη ~ (Palam) |
- με τ' ακουσμένο εφτάχορδο στο χέρι | εβάλθηκε αρμονία τέτοια να χύση (Markoras)
- ③ of ill repute, of low moral fiber, loose (syn κακής φήμης, ακουστός, ανυπόληπτος, διαβόητος, διεφθαρμένος):
- ακουσμένη γυναίκα |
- η κοπέλα είναι ακουσμένη |
- μόνο εσύ τέτοιος είσαι· κλέφτης ~ και αφορεσμένος (Theotokis)
[fr LMG ακουσμένος, ppp of ακούω]
- ① heard (syn ακουστός 1):