Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακουμπιστήρι το [akumbistíri] Ο44 : (προφ.) το πράγμα πάνω στο οποίο ακουμπάμε, στηριζόμαστε: Kρατούσε ένα στραβό κλαρί γι΄ ~, μπαστούνι. Γι΄ ~ τον πήρες κι έπεσες πάνω του;
[μσν. ακουμπιστήριον (γρα φή: -μβ-) < ακουμπισ- (ακουμπίζω) -τήριον > -τήρι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακουμπιστήρι το· αγκουπιστήρι· ακουμβιστήριον.
-
- 1) Kάθισμα, ανάκλιντρο, μέρος όπου αναπαύεται κανείς:
- (Διήγ. παιδ. 880).
- 2) (Επίθ.) που επάνω του ακουμπά, στηρίζεται κάπ. (προκ. για ραβδί, μπαστούνι):
- Το ακουμβιστήριον ξύλον εν ῳ ηκούμβιζεν (Παράφρ. Xων. 171).
[<αόρ. του ακουμπίζω + κατάλ. ‑τήρι, αν όχι <το ουδ. του επιθ. *ακουμβιστήριος ως ουσ. (βλ. παραπάνω σημασ. 2). Ο τ. ακουμβ‑ στο Meursius (‑ιος)· βλ. και LBG (‑ιος). H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Kάθισμα, ανάκλιντρο, μέρος όπου αναπαύεται κανείς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουμπιστήρι [akumbistíri] (& region. κουμπιστήρι) το,
- ① steady object or point on which one leans for support, such as a stick, cane etc (syn έρεισμα L, στήριγμα, υποστήριγμα):
- γι' ~ τον πήρες κ' έπεσες απάνω του; |
- κάθεται στο σανιδένιο ~ του παραθυριού (Terzakis) |
- poem στο ξένο κοιμητήρι |
- κανέν' ~, |
- για να σταθούν (Palam)
- ⓐ support (for the back), back of chair, sofa etc (syn L ερεισίνωτο):
- ~ του καθίσματος, της καρέκλας, της πολυθρόνας, του θρόνου |
- είχε καλοκαθίσει τώρα στον καναπέ με τα δυο χέρια στο ~ της μπάντας (Xenop) |
- ο A. καβαλικεύει μιαν αναποδογυρισμένη καρέκλα, που είναι αυτοκίνητο, και η Δαφνούλα τη σέρνει μ' ένα λουρί δεμένο από τ' ~ (Myriv)
- ⓑ arm (of chair, sofa), armrest (of chair, in car), arm loop or hanger (in vehicle):
- έβαλε κιόλας το χέρι του και στηρίχτηκε στο ψαθένιο ~ του καθίσματός της (Myriv) |
- στήριζε τον άγκωνά της στο ~ της πολυθρόνας της, που ήταν ~ και της διπλανής πολυθρόνας (Xenos) |
- poem έφτιαξε ένα φορείο ο βασιλέας Σολομών ...· |
- τις κολόνες τις έκαμε ασημένιες, |
- τ' ακουμπιστήρια του μαλαματένια (Seferis AA transl)
- ② fig refuge, aid, protector (syn αποκούμπι, έρεισμα L, καταφύγιο, προστάτης, υποστηρικτής):
- poem κι από το θρόνο ο βασιλιάς θα γείρη, |
- θα τόνε σφίξη μεσ' την αγκαλιά του |
- και θα τον έχη πάντα ~ |
- στα δεξιά του (Palam)
[fr LMG ακουμπιστήρι ← MG ακ (κ) ουμβιστήριον ξύλον Du Cange 42]
- ① steady object or point on which one leans for support, such as a stick, cane etc (syn έρεισμα L, στήριγμα, υποστήριγμα):