Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουμπισμένος, -η, -ο [akυmbizménos] (& less freq ακουμπημένος)
- ① leaning or resting on or put to lean on (syn ακουμπιστός):
- κάθεται ακουμπισμένη στον τοίχο |
- ~ σ' ένα τραπέζι lounging over a table |
- ανέβαιναν από μια ξυλένια σκαλίτσα ακουμπισμένη γι' αυτή τη δουλειά από την όρθια μεριά (Myriv) |
- ένα μικρό τραπέζι με εικονίσματα ακουμπισμένα στον τοίχο (Theotokas) |
- απότομα και σχηματικά φανερώνεται η νεότητα του Iωάννη, ακουμπισμένου στα στήθη του Kυρίου του (Papatsonis) |
- folks. μέρα και νύχτα καταγής, στον τοίχο ~, |
- εσάπη το κορμάκι μου δεξιά μεριά στην πλάτη (DPetrop) |
- poem ανάγερτη σε παγονήσια χάρη |
- βαριού και παλιωμένου λούσου, σε πουπουλένιο ακουμπισμένη μαξιλάρι (Melachrinos)
- ② set, placed (syn αποθεμένος, βαλμένος απάνω):
- μια γραφομηχανή ακουμπισμένη σε κασόνα |
- τα καριοφίλια ακουμπισμένα στα λιθάρια με τα στόματ' ανοιχτά προσμένουν (Vlachogiannis) |
- μια εσωτερική (θήκη), ακουμπισμένη πάνω στο επιθήλιο με άφθονα τριχοειδή (Louros)
- ③ deposited, invested (syn καταθεμένος, επενδυμένος, τοποθετημένος):
- δεν έχεις πουθενά αλλού ακουμπισμένα λεφτά; (Nirvanas) |
- έχω και την ασφάλιση, μα κι άλλα ακόμα (sc λεφτά) ακουμπισμένα στην Mαρσίλια (Vlami)
[fr MG ακουμπισμένος; the form -ημένος after verbs -ώ -άς: ακουμπώ: ακουμπημένος]
- ① leaning or resting on or put to lean on (syn ακουμπιστός):