Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακουαφόρτε η [akuafórte] Ο (άκλ.) : μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο, που χρησιμοποιεί νιτρικό ή άλλο οξύ, και έργο φτιαγμένο με αυτή τη μέθοδο.
[ιταλ. acquaforte]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακουαφόρτε το [akuafórte] Ο (άκλ.) : η κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος.
[ιταλ. acquaforte]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουαφόρτε [akuafórte] το, (& άκου φόρτε)
- ① chem nitric acid, aquafortis
- ② art etching
[fr It acquaforte ← Lat aqua fortis]