Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακουαρελίστας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακουαρελίστας ο [akuarelístas] Ο3 θηλ. ακουαρελίστα [akuarelísta] Ο25 : ζωγράφος που ζωγραφίζει με χρώματα ακουαρέλας.

[ιταλ. acquarellista -ς· ακουαρελ(ίστας) -ίστα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακουαρελίστας [akuarelístas] ο, paint.
  • watercolor painter, watercolorist, aquarellist (syn υδατογράφος, ζωγράφος σε ακουαρέλες or νερομπογιές or υδατογραφίες):
    • και τα βουνά παραπέρα σα να είναι από τεχνίτη ακουαρελίστα απαλοζωγράφιστα, μισόσβηστα. Tρέλα (Palam)

[fr Fr aquarelliste]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες