Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακουαρέλα η [akuaréla] Ο25 : 1.χρώμα που έχει ως βάση την κόλλα· (πρβ. νερομπογιά): Zωγραφίζει με ακουαρέλες. 2. ΣYN υδατογραφία. α. τεχνική ζωγραφικής που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας. β. πίνακας ζωγραφισμένος με την παραπάνω τεχνική.
[βεν. aquarela]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουαρέλα [akuaréla] η, paint.
- watercolor (painting), aquarelle (syn υδατογραφία):
- χρώματα ακουαρέλας water colors (syn νερομπογιές) |
- (ο Nτύρερ) ζωγράφισε ένα ειδύλλιο, όμοιο με τις τρυφερές ακουαρέλες φυσικών τοπίων της περιόδου του ιταλικού ταξιδιού του (Kanelop) |
- άξαφνα στο φόντο τ' ουρανού ... διαγράφηκαν σαν τρεμουλιαστές και αβέβαιες πινελιές ακουαρέλας οι μαύρες γραμμές γοτθικών καμπαναριών και μεσαιωνικών πυργίσκων μητροπόλεων (Ouranis) |
- poem σα να κοιτάς την ίδια ~ |
- με φως αλλού πυκνό κι αλλού αραιό (Xydis)
[fr Fr aquarelle or directly fr It (now obsol) acquarella]
- watercolor (painting), aquarelle (syn υδατογραφία):