Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακουάριο το [akuário] Ο42 & ακουάριουμ το [akuárium] Ο (άκλ.) : ενυδρείο.
[λόγ. < ιταλ. acquario· κατά την ετυμ. του ιταλ. acquario < λατ. aquarium `δεξαμενή΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουάριο [akuário] το,
- aquarium (syn ενυδρείο):
- τύλιγαν το Nείλο κλ μ' ένα είδος γαλάζιας άχνας ―του μυστηριώδους εκείνου γαλάζιου που έχουν τα νερά στα ακουάρια (Ouranis) |
- τα φυλλώματά τους γυάλιζαν μέσα στη βροχή ... με τη θαμπή εκείνη γυαλάδα των θαλάσσιων φυτών ενός ακουάριου (id.)
[fr It acquario ← Lat aquarium]
- aquarium (syn ενυδρείο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουάριουμ [akuárium] το, indecl
- aquarium (syn ενυδρείο):
- πέρασαν το ~, έπειτα το μικρό δάσος (TAthanasiadis) |
- τα ... ψάρια που ανεβοκατεβαίνουν σαν άσκοπες και σπασμένες ιδέες μέσα στα φυλακισμένα νερά των ~ (Karantonis)
[fr Lat aquarium]
- aquarium (syn ενυδρείο):