Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοστάρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακοστάρω [akostáro] Ρ6α : (ναυτ.) πλευρίζω1: H βάρκα ακοστάρισε στο μόλο.

[ιταλ. accostar(e) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακοστάρω [akostáro] &, οστάρω, aor ακόσταρα & ακοστάρισα, ppp ακοσταρισμένος
  • ① naut come alongside (syn διπλαρώνω, πλευρίζω [στην αποβάθρα]):
    • τους έγνεψαν ν' ακοστάρουνε ζερβά τους |
    • ακοστάρει η βάρκα στην αμμουδιά (Lykoudis) |
    • η βάρκα με τους Eγγλέζους ακοστάρισε (Karagatsis) |
    • κοντά μεσημέρι ακοστάρανε στο μόλο (Manglis)
  • ② fig approach (a woman in the street w. erotic designs) (syn διπλαρώνω, πέφτω δίπλα):
    • όποια να ιδή την ακοστάρει

[fr Ven acostar ← It accostare]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες