Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοσμία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακοσμία η [akozmía] Ο25 : η ιδιότητα του άκοσμου, η έλλειψη κοσμιότητας.

[λόγ. < αρχ. ἀκοσμία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακοσμία [akozmía] η,
  • ① impropriety, unseemliness (syn απρεπής συμπεριφορά, ανάρμοστη πράξη, απρέπεια, ant ευκοσμία, κοσμιότητα, ευπρεπής συμπεριφορά):
    • ακοσμίες των νέων |
    • η ~ των φοιτητικών απεργιών |
    • ταινίες που περιέχουν χυδαιότητες και ακοσμίες που προσβάλλουν τα ήθη (Papanoutsos) |
    • (το γλυπτό που είναι βαναυσούργημα τοποθετήθηκε) αυθαίρετα από κείνους που είχαν τη δύναμη να επιβάλουν τη θέλησή τους πληγώνοντας με αυτή την ~ και την αρχιτεκτονική σύνθεση και το δημιουργό της (id.)
  • ② philos acosmism

[fr AG ἀκοσμία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες