Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακοσκίνιστος, επίθ.
-
- Που δεν καθαρίστηκε με κόσκινο:
- (Προδρ. II 26-1 χφ H κριτ. υπ).
[<στερ. α‑ + κοσκινίζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Που δεν καθαρίστηκε με κόσκινο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακοσκίνιστος -η -ο [akoskínistos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν κοσκινίσει1, που δεν είναι κοσκινισμένο: Tο αλεύρι έμεινε ακοσκίνιστο.
[μσν. ακοσκίνιστος < α- 1 κοσκινισ- (κοσκινίζω) -τος (πρβ. ελνστ. ἀκοσκίνευτος ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοσκίνιστος, -η, -ο [akoscínistos] (& region. ακοσκίνιγος)
- ① unsifted, unsieved (syn ακρησάριστος, ant κοσκινισμένος):
- ακοσκίνιστο σιτάρι unsifted wheat |
- ακοσκίνιστο αλεύρι unsifted flour |
- ακοσκίνιστη ζάχαρη |
- ακοσκίνιστο κάρβουνο unscreened (or run-of-mine) coal |
- απεκεί βγάλανε κουραμάνα από κριθάρι ακοσκίνιστο (SDoukas)
- ② not subjected to close examination, not scrutinized, not sifted (syn αλεπτολόγητος, χωρίς εξονυχιστικό έλεγχο, ant κοσκινισμένος):
- κάπως άλλα είναι τα σύγχρονα ... και άλλα τα σημερνά |
- ακοσκίνιστα, πασαλειμμέν' από τη μόδα, δυσκολοξεκαθάριστα (Palam)
[fr MG ακοσκίνιστος, cpd w. κοσκινιστός: κοσκινίζω]
- ① unsifted, unsieved (syn ακρησάριστος, ant κοσκινισμένος):