Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακορντεόν
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακορντεόν το [akordeón] Ο (άκλ.) : φορητό μουσικό όργανο που αποτελείται από μία φυσούνα, η οποία καθώς ανοιγοκλείνει κινεί μεταλλικά γλωσσίδια και η οποία στηρίζεται σε ένα μεταλλικό πλαίσιο, το οποίο από τη μία πλευρά έχει το πληκτρολόγιο και από την άλλη κουμπιά για τις έτοιμες συγχορδίες.

[λόγ. < γαλλ. accordéon < γερμ. Akkordion]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακορντεόν [akordeón] το, indecl mus
  • accordion:
    • poem κ' η στήλη η κοσμική ―κάποιος χορός ...| μ' ένα φάλτσο βιολί, ένα ~ κ' ένα λαγούτο και πολύχρωμο διάκοσμο (Ritsos) |
    • το απόγευμα τραβήξαμε κατά το εκκλησάκι |
    • και μου 'παιξε ~ (Christianop)

[fr Fr accordeon]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακορντεονίστας ο [akordeonístas] Ο3 θηλ. ακορντεονίστρια [akordeoní stria] Ο27 & ακορντεονίστα [akordeonísta] Ο25 : μουσικός που παίζει ακορντεόν.

[γαλλ. accordéon(iste) -ίστας· λόγ. ακορντεονίσ(τας) -τρια· ακορντεον(ίστας) -ίστα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακορντεονίστας [akordeonístas] ο, ακορντεονίστα [akordeonísta] η, mus
  • accordion player, accordionist

[fr Fr accordeoniste]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες