Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακορνίζωτος -η -ο [akornízotos] Ε5 : ακορνιζάριστος.
[α- 1 κορνιζώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακορνίζωτος, -η, -ο [akornízotos]
- ① unframed (syn in ακορνιζάριστος 1):
- ακορνίζωτο πορτρέτο |
- εικόνα ακορνίζωτη
- ② uncorniced (syn ακορνιζάριστος 2)
[cpd w. κορνιζωτός 'corniced': κορνιζώνω]
- ① unframed (syn in ακορνιζάριστος 1):