Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακοπάνιστος -η -ο [akopánistos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν το κοπάνισαν για να το τρίψουν ή για να το σπάσουν σε μικρά κομματάκια, που δεν είναι κοπανισμένο: Aκοπάνιστο πιπέρι. Aκοπάνιστα αμύγδαλα. 2. (σπάν.) που δεν τον χτύπησαν δυνατά με κόπανο.
[α- 1 κοπανισ- (κοπανίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοπάνιστος, -η, -ο [akopánistos] (& ακοπάνητος & region. ακοπάνιγος)
- ① not pounded (w. a crusher or pestle) (ant κοπανισμένος, κοπανιστός, αστούμπιστος):
- αλάτι, πιπέρι ακοπάνιστο |
- αραποσίτι ακοπάνιστο |
- ακοπάνιστη ζάχαρη |
- ~ λιναρόσπορος |
- ακοπάνιστο χταπόδι |
- ελιές ακοπάνιστες (syn ατσάκιστες) |
- ρούχα, μαλλιά ακοπάνιστα
- ② not beaten, of person (syn αξύλιστος, ant ξυλοδαρμένος)
- ⓐ undefeated
- ⓑ unreproached:
- δεν τον άφησα ακοπάνιστο
- ③ not castrated, of animals (syn αμουνούχιστος):
- τράγος ~, κριάρι ακοπάνιστο |
- ποιος είδε τέτοιο ακοπάνιστο ταυρί; (Prevelakis) |
- ήτανε κ' οι δώδεκα στάμενοι άντρες, πετσωμένοι και καπυροβολούσαν σαν ακοπάνιστα ταυριά (id.)
[cpd w. κοπανιστός: κοπανίζω]
- ① not pounded (w. a crusher or pestle) (ant κοπανισμένος, κοπανιστός, αστούμπιστος):