Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακοντιστής ο [akondistís] Ο7 θηλ. ακοντίστρια [akondístria] Ο27 στη σημ. 1 : 1.αθλητής του ακοντισμού. 2. στην αρχαιότητα, στρατιώτης που ήταν οπλισμένος με ακόντιο.
[λόγ. < αρχ. ἀκοντιστής (στη σημ. 2)· λόγ. ακοντισ(τής)1 -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακοντιστής ο.
-
- Aυτός που ρίχνει το ακόντιο και πιθ. καθετί άλλο που μπορεί να ρίξει κανείς:
- ακοντιστάς ιππέας (Δούκ. 28131).
[αρχ. ουσ. ακοντιστής. H λ. και σήμ.]
- Aυτός που ρίχνει το ακόντιο και πιθ. καθετί άλλο που μπορεί να ρίξει κανείς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοντιστής [akondistís] ο, ακοντίστρια [akondístria] η,
- ① athl javelin thrower (syn αθλητής or αθλήτρια του ακοντισμού)
- ② spearman, pike-bearer:
- poem κι ο κορυφαίος μέσ' το ναό του |
- ...|...|...στο πλάι τ' ακοντιστή Aϊ-Γιώργη |
- οπού φρουμάζει τ' άλογό του |
- ...|...| ανασαίνει γαληνά (Sikel)
[fr MG ακοντιστής ← AG]