Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοντισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακοντισμός ο [akondizmós] Ο17 : (αθλ.) αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει με φόρα το ακόντιο, έτσι ώστε αυτό να καρφωθεί στο χώμα με την αιχμή, αφού διανύσει μια απόσταση όσο γίνεται μεγαλύτερη.

[λόγ. < ελνστ. ἀκοντισμός, αρχ. σημ.: `ρίξιμο του ακόντιου΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακοντισμός [akondizmós] ο, (L)
  • ① spear thrust, spearing:
    • έχω λάβει αμέτρητες σπαθιές κι ακοντισμούς (Roussos)
  • ② athl javelin throw (syn in ακόντιο 3)

[fr K, AG ἀκοντισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες