Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακοντίζω [akondízo] Ρ2.1α : χτυπώ ή τραυματίζω με ακόντιο.
[λόγ. < αρχ. ἀκοντίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακοντίζω· ακουντίζω.
-
- Xτυπώ, τραυματίζω, πληγώνω κάπ. με ακόντιο:
- να τον ακοντίσετε με την καρδιάν τον σκύλον (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 394)·
- (μεταφ.):
- ο όφις … παράφθαρμα ηκόντισεν (Aλφ. 2114).
[αρχ. ακοντίζω. H λ. και σήμ.]
- Xτυπώ, τραυματίζω, πληγώνω κάπ. με ακόντιο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοντίζω [akondízo]
- ① let fly, hurl, dart, shoot (syn εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, ρίχνω το ακόντιο και χτυπώ):
- poem σφίξε |
- το λαστιχένιο |
- σώμα σου |
- κι ακόντισέ το |
- από τη Δύση |
- σε Aνατολή (LTheodorakop)
- ⓐ push the craft w. the pole (ακόντι q.v.) in shallow waters, pole
- ② fig discharge, dart:
- έξαφνα τα μάτια του έχαναν όλη τη γλύκα τους κι ακόντιζαν αστραπές τέτοιες που δύσκολο απόβαινε να υπομείνης τα βλέμματά τους (Palam) |
- σχεδόν σε κάθε κλαδί υπάρχει ένα ζευγάρι μάτια που ακοντίζουνε απάνω του (LAkritas) |
- poem κι όσο προς τα ουράνια |
- μάκραινε από τη γη, |
- τόσο πιο πλούσιο |
- το φως από τα πλάγια ακοντιζόταν |
- ανάμεσα στα ξάρτια του (Vrettakos)
- ⓑ charge:
- οι γυναίκες τον εσυμπονούσαν και οι άντρες τού έριχναν το άδικο, του ακόντιζαν όλοι κατακέφαλα το βράχο της ύβρης (Kanellis)
[fr MG ακοντίζω ← PatrG ←AG]
- ① let fly, hurl, dart, shoot (syn εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, ρίχνω το ακόντιο και χτυπώ):