Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακονιστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακονιστικός -ή -ό [akonistikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για ακόνισμα: ~ τροχός, ακονιστήρι. Aκονιστική μηχανή. ~ σχιστόλιθος.

[ακονισ- (ακονίζω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακονιστικός, -ή, -ό [akonistikós]
  • apt for or of grinding:
    • ακονιστική μηχανή (tool) grinding machine, tool grinder |
    • ~ τροχός grinding wheel, grindstone (syn ακονιστήρι) |
    • ~ σχιστόλιθος
  • ⓐ noun ακονιστικά τα, pay or charges for grinding

[der of ακονιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες