Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακονιστής ο [akonistís] Ο7 : τεχνίτης που έχει ως επάγγελμα το ακόνισμα διάφορων οργάνων· τροχιστής: Ο πλανόδιος ~ διαλαλούσε «Ο ~, μαχαίρια, ψαλίδια ακονίζω».
[ακονισ- (ακονίζω) -τής (πρβ. ελνστ. ἀκονητής (ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακονιστής [akonistís] ο,
- sharpener, whetter, grinder (syn τροχιστής):
- εδώ ~! μαχαίρια, ψαλίδια, ξουράφια ακονίζω! (shouts an itinerant tool grinder)
[der of ακονίζω]
- sharpener, whetter, grinder (syn τροχιστής):