Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακονιστήρι το [akonistíri] Ο44 : όργανο που χρησιμοποιείται για ακόνισμα· (πρβ. τροχός).
[ακονισ- (ακονίζω) -τήρι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακονιστήρι [akonistíri] το,
- grindstone, whetstone, grinder (syn ακονιστικός τροχός, ακονοτροχός):
- ~ μαχαιριών knife sharpener
[der of ακονίζω]
- grindstone, whetstone, grinder (syn ακονιστικός τροχός, ακονοτροχός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακονιστήριο [akonistírio] το, (L)
- workshop in which cutting tools are sharpened (syn τροχείο)
[fr kath ακονιστήριον, der of ακονίζω]