Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακονίζω [akonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κάνω την κόψη ή την αιχμή ενός μεταλλικού οργάνου πιο κοφτερή· τροχίζω1: ~ το μαχαίρι / το ξυράφι / το ψαλίδι. Tα σπαθιά είναι ακονισμένα και ως ΦΡ για να δηλώσουμε την ορμή και την επιθετικότητα. || σε ΦΡ για να δηλώσουμε την εντατική προετοιμασία που απαιτείται για να αντιμετωπίσουμε επιθετικά κπ.: ~ τη γλώσσα μου / τα δόντια μου / τα νύχια μου. ακονίζουν τα μαχαίρια. 2. (μτφ.) ασκώ μια πνευματική ικανότητα: Παιχνίδια / ασκήσεις που ακονίζουν το μυαλό / την παρατηρητικότητα / την κρίση. Aκονισμένο μυαλό, για πολύ έξυπνο άνθρωπο.
[μσν. ακονίζω < αρχ. ἀκον(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ακονησ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακονίζω· ’κονίζω.
-
- Aκονίζω, τροχίζω κ., το κάνω οξύ:
- σουβλωτά σπαθιά κι ακονισμένα (Pοδολ. Γ´ 63)·
- φρ. ακονίζω τη γλώσσα = ετοιμάζομαι να μιλήσω εκτενώς ή και με δριμύτητα:
- (Σωσ. 55), (Kαναν. 266-7).
[<αόρ. του αρχ. ακονώ. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Aκονίζω, τροχίζω κ., το κάνω οξύ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακονίζω [akonízo] &, κονώ & ακονάω, aor ακονίσα, ppp ακονισμένος
- ① grind on the wheel, whet, sharpen, give a fine edge (syn τροχίζω):
- ~ με λαδάκανο hone |
- ~ το ξυράφι hone (or set) the razor |
- ~ το μαχαίρι, το ψαλίδι, το τσεκούρι, το πριόνι κλ |
- ~ το ξίφος, το σπαθί keep the sword bright |
- iron το χαντζάρι ακόνιζε και στο κατώγι κρύβονταν about s.o. boasting of feats of bravery |
- μου ακονάς το δρεπάνι μου, μπαρμπα-Πωλιό; (Prevelakis) |
- poem και πάλι αυτός ο αγέρας ακονίζει |
- πάνω στα νεύρα μας ένα ξυράφι (Seferis) |
- ο γεωργός εύθυμα σφυρίζοντας ακονίζει το σκουριασμένο αλέτρι του (Kaftantzis)
- ⓐ of teeth, sharpen:
- ~ τα δόντια μου I am ready for voracious eating |
- iron ακόνισε τα δόντια σου to one expecting sth pleasant |
- poem κ' ήμασταν σαν κάπροι εμείς |
- που ακονούν τα δόντια τους |
- κι ο Λεωνίδας αρχηγός (Stavrou Ar)
- ② fig train, sharpen, refine (syn εξασκώ, οξύνω):
- ~ τη γλώσσα μου I prepare or practice to speak eloquently and pungently, e.g. ακόνισε τη γλώσσα της να βρίση τους γειτόνους |
- ~ το μυαλό sharpen s.o.'s mind |
- το παιχνίδι ακονίζει τις αισθήσεις, γυμνάζει το σώμα (Tsiantas) |
- (ο Mπερτόν) ακονίζει παραπέρα την πένα του (Melas) |
- (γυναίκες) προκαλούν, διεγείρουν, ερεθίζουν, ακονίζουν τα σπιρούνια του πόθου (id.) |
- και ακόμα αν κλαίη και θρηνή τόσο και πιότερο ακονίζει τις φλογοβόλες όρεξες (Papatsonis) |
- η μεγάλη μάζα ... σ' αυτήν ακονίζονται ...τα μεγάλα άτομα (Idas) |
- ακονισμένη ήταν η κριτική ευαισθησία του Παράσχου (Panagiotop) |
- η ξένη άποψη ακονίζει την ικανότητά τους για ενδοσκόπηση (Theotokas) |
- με την άσκηση αυτή ακονίστηκε η διάνοια του ανθρώπου στη Δύση και ξύπνησε ...η χαρά για έρευνα και γνώση (Theodoridis) |
- είχε (ο I. του Salisbury) και πολιτική σκέψη που την ακόνισε στην ίδια την πράξη (Kanellop) |
- οι πεζογράφοι ακονίζουν τις δυνάμεις τους πάνω σ' ένα όργανο ρευστό, ευλύγιστο, πληθωρικό (Chatzinis) |
- τέτοιες δυσκολίες τον ευχαριστούσαν, ακονίζοντας το οργανωτικό του δαιμόνιο (Roufos) |
- poem έτσι αργούν κ' οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο (Alexandrou) |
- ω Eρινύες, τα χάλκινα τα νύχια σας |
- ακονίστε! (Skipis)
[fr MG ακονίζω ← AG ἀκονῶ or new der of ἀκόνη or ἀκόνιν]
- ① grind on the wheel, whet, sharpen, give a fine edge (syn τροχίζω):