Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακομπανιατέρ ο [akompanatér] Ο (άκλ.) : (μουσ.) αυτός που συνοδεύει μουσικά (με ακομπανιαμέντο) μια βασική (φωνητική ή μουσική) μελωδία.
[λόγ. < γαλλ. accompagnateur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακομπανιατέρ [akompanjatér & akombanjatér] ο, mus
- accompanist (syn συνοδός)
[fr Fr accompagnateur]