Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακομπανιαμέντο το [akompanaménto] Ο39 : (μουσ.) μουσική συνοδεία που υποστηρίζει τη βασική (φωνητική ή μουσική) μελωδία: Tραγούδησε χωρίς ~.
[ιταλ. accompagnamento]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακομπανιαμέντο [akompanjaménto & akombanjaménto] το, mus
- accompaniment (syn ακομπανιάρισμα, μουσική συνοδεία, μουσική υπόκρουση για συνοδεία άσματος):
- κάνω ~ (syn ακομπανιάρω 1) |
- ο τραγουδιστής θέλει κι ~ |
- χωρίς ~ unaccompanied |
- ο ζίζικας ο καημένος την ώρα εκείνη συνόδευε την ενδόμυχη μουσική μου, πρόσθετο το ~ του (Palam) |
- πάνω στην κιθάρα το ~ ξεψυχούσε κομμένα και λυπητερά (KPolitis) |
- τα κορίτσια προσπαθούσανε να πιστέψουν ότι διασκεδάζανε με τ' ακομπανιαμέντα της Nένας (Lountemis)
[fr It accompagnamento]
- accompaniment (syn ακομπανιάρισμα, μουσική συνοδεία, μουσική υπόκρουση για συνοδεία άσματος):