Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακομπανιάρω [akompanáro] -ομαι Ρ6 : (μουσ.) συνοδεύω μουσικά (με ακομπανιαμέντο) μια βασική (φωνητική ή μουσική) μελωδία: Aυτός τραγουδούσε και η γυναίκα του ακομπανιάριζε στο πιάνο / με την κιθάρα.
[ιταλ. accompagnar(e) -ω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακομπανιάρω [akompanjáro & akombanjáro] impf ακομπάνιαρα & ακομπανιάριζα, aor ακομπανιάρισα, ppp ακομπανιαρισμένος
- ① mus accompany (the melody w. a musical instrument) (syn κάνω ακομπανιαμέντο, συνοδεύω):
- τον ~ στο πιάνο I accompany him on the piano |
- επαίζανε τα βιολιά κι ακομπανιάριζα εγώ |
- λέγε το τραγούδι και γω θα σ' ~ με την κιθάρα |
- μ' έπιασεν ένας πόνος οξύτατος και ακομπανιάρει με μουσικήν απαίσια το γράμμα (που γράφω) (Palam) |
- (την ομιλία των δυο τους) την ακομπανιάριζε ο κρότος των πιατικών από την κουζίνα (Xenop) |
- (ο ταβερνιάρης) τηγάνιζε συκωτάκια και μούγκριζε ακομπανιάροντας το γραμμόφωνο (Kazantz) |
- ο αμανές, που τον ακομπάνιαρε κάποια ανδρική φωνή, ένα σαντούρι, ένας νταγρές (Spandonidis) |
- poem το κλάμα του πατέρα ακομπανιάρισε |
- τα κλάματά μας (Zevgoli)
- ② support another's opinion by agreeing, share another's thinking, be of the same mind (syn συμμερίζομαι τις αντιλήψεις άλλου, υποστηρίζω τη γνώμη του, σιγοντάρω)
[fr It accompagnare]
- ① mus accompany (the melody w. a musical instrument) (syn κάνω ακομπανιαμέντο, συνοδεύω):