Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακομμάτιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακομμάτιστος -η -ο [akomátistos] Ε5 : που δεν κομματίζεται, του οποίου οι αποφάσεις και οι ενέργειες δεν επηρεάζονται από την κομματική του τοποθέτηση: Ο δημόσιος υπάλληλος πρέπει να είναι ~. || H κρίση του είναι ακομμάτιστη, αντικειμενική. ακομμάτιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 κομματισ- (κομματίζομαι) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακομμάτιστος, -η, -ο [akomátistos]
  • ① independent of political parties, nonpartisan, nonpolitical (syn αφατρίαστος, ant κομματικός, φατριαστικός):
    • ακομμάτιστο ψηφοδέλτιο nonpartisan ballot |
    • ένας ~ παρατηρητής μίλησε για το Kυπριακό πρόβλημα (Christidis) |
    • τα άρθρα, σταθερά ακομμάτιστα, ήταν πάντα αυστηρά προς όλες τις κατευθύνσεις (id.)
  • ② impartial, unbiased, equitable, fair (syn αμερόληπτος, απροκατάληπτος, αντικειμενικός):
    • ακομμάτιστα πρόσωπα |
    • ~ δικαστικός

[cpd w. κομματιστός: κομματίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες