Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακολούθημα [akοlúθima] το, (L)
- consequence, result (syn in ακολουθία 1b):
- αυτή η αφροντισιά στέκεται ~ της αδιαφορίας του κόσμου μας του λογοτεχνικού, ανίσως δε λαθεύω (Palam)
[der of ακολουθώ]
- consequence, result (syn in ακολουθία 1b):