Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακολουθούμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακολουθούμενος, -η, -ο [akoluθúmenos]
  • being followed, pursued:
    • λύση που βρίσκεται έξω από την έως την ώρα εκείνη ακολουθούμενη τροχιά (Papanoutsos)

[prpp of ακολουθώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες