Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακολουθούμενος, -η, -ο [akoluθúmenos]
- being followed, pursued:
- λύση που βρίσκεται έξω από την έως την ώρα εκείνη ακολουθούμενη τροχιά (Papanoutsos)
[prpp of ακολουθώ]
- being followed, pursued: