Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακολουθία η· ακουλουθία.
-
- 1)
- α) Διαδοχή, εναλλαγή:
- τας των χρόνων ακολουθίας (Δούκ. 3120)·
- β) ειρμός:
- τι παραπλατύνω της συγγραφής μου τον κορμόν και την ακολουθίαν; (Tαμυρλ. 81).
- α) Διαδοχή, εναλλαγή:
- 2) Tελετή της εκκλησίας με ορισμένο τυπικό:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 2260).
[αρχ. ουσ. ακολουθία. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακολουθία [akοluθía] η, (L)
- ① sequence, succession, train:
- η ~ των συνεπειών |
- η ~ της σκέψης μου my train of thought |
- όσοι δεν έχουν βαθιά κρίση ούτε ~ στις ιδέες τους δεν μπορούν να έχουν μεγαλοφυΐα |
- (λιγοστά ποιήματα) σε αραιά χρονικά διαστήματα, χωρίς ~ και συνάρτηση μας εμφανίζονται (Palam) |
- λογική και ψυχολογική ~ των μερών (του έργου) (Delmouzos) |
- (η λέξη-έννοια "μοιραίο" σημαίνει) το αναπόφευκτο στην ~ ενός "συμβαίνοντος" ύστερ' από ένα άλλο (Papanoutsos) |
- σαν ~ λογική αυτής της αρχής έρχεται η αντίληψη ότι κλ (id.) |
- επάνω στα δύο τούτα δεδομένα ... οικοδομιέται εκείνο που ονομάζομε εσωτερική ~ και αναγκαιότητα του λόγου (Theodorakop)
- ⓐ log what necessarily follows, consequence, result (syn ακολούθημα, επακόλουθο, συνέπεια, συμπέρασμα):
- λογική or φυσική or αναγκαία ~ λόγων, σημείων etc |
- ο Kαντ χαρακτηρίζει με μεγάλη ευστοχία τις ακολουθίες της καρτεσιανής οντολογικής θέσης (Georgoulis) |
- η ρίμα μέσα στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία είναι ~ της επαφής του ελληνικού πολιτισμού με τον δυτικό (Dimaras) |
- | adv phr κατ' ακολουθίαν in consequence, as a consequence
- ② number of followers of a very important personage, retainers, retinue, attendants, escort(s), following, suite, train (syn ακόλουθοι, ομάδα ακολούθων, συνοδεία, D ουραγώγι):
- ο βασιλιάς και η βασίλισσα θά 'ρθουν με ~ |
- η βασιλοπούλα κάνει τον περίπατό της μαζί με τις γυναίκες της ακολουθίας της |
- ~ του άρχοντα, του ηγεμόνα, του πρίγκιπα the retinue of the ruler, of the prince |
- ήρθε ο δεσπότης με την ~ του |
- (ο Σλίμαν) επίστευεν ότι οι κάθετοι αυτοί τάφοι ήσαν τα μνήματα του Aγαμέμνονος και της ακολουθίας (Mylonas) |
- ο Nέρων καταφθάνει περιστοιχισμένος από την λαμπρή ~ του (NProestop)
- ③ eccl ceremony, service, liturgy (conducted in accordance w. the set ritual) (syn ιεροτελεστία, λειτουργία):
- θεία (or εκκλησιαστική) ~ divine (church) service |
- ~ του όρθρου, του εσπερινού, του αγιασμού, του βαπτίσματος κλ |
- ~ του ακαθίστου ύμνου service in honor of the Virgin Mary |
- νεκρώσιμη (L νεκρώσιμος) ~ |
- άρχισε ο παπάς την ~ |
- (τρέχει) στο στασίδι του δεξιού ψάλτη ... σ' ολονύκτιες ακολουθίες και όρθρους (Melas) |
- οι ώρες της ακολουθίας, σημαίνονται με το ... σήμαντρο (Papantoniou)
- ⓑ text in the sequence of the liturgy:
- ξέρω όλες τις ακολουθίες, απέξω, όλα τα τροπάρια, τις προφητείες, τους ψαλμούς (Myriv) |
- ψάλανε δίχως τερερίσματα τον όρθρο και την ~ (Prevelakis) |
- (τύπους, λέξεις, φράσεις κ' έννοιες μεταφορικές) τις χρωστάμε στις ακολουθίες της Mεγάλης Eβδομάδος (Loucatos)
[fr MG ακολουθία ← K, PatrG ← AG]
- ① sequence, succession, train:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακολουθία 1 η [akoluθía] Ο25 : I1.αδιάσπαστη διαδοχή πραγμάτων, εννοιών, γεγονότων ή καταστάσεων, που γίνεται σύμφωνα με ορισμένη τάξη ή αρχές: H ~ των αριθμών. Διασπάται η ~ των σκέψεών μου. H ~ των μετασεισμικών δονήσεων ήταν η αναμενόμενη. Tα λόγια του δεν έχουν λογική ~, ειρμό. Δεν υπάρχει μια ~ στα επιχειρήματά του, συνέπεια. ANT ανακολουθία. 2. (γραμμ.) συντακτική συμφωνία των όρων μιας πρότασης: Στο σχήμα ανακολουθίας παραβιάζεται η συντακτική ~. II. (εκκλ.) ιεροτελεστία που ψάλλεται ή που διαβάζεται σύμφωνα με ορισμένο τυπικό· ιερή ακολουθία: H νεκρώσιμη ~. H ~ των Παθών / της Aναστάσεως. H ~ του όρθρου / του εσπερινού.
[λόγ.: Ι: ελνστ. ἀκολουθία (αρχ. σημ. δες ακολουθία 2)· ΙΙ: μσν. σημ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακολουθία 2 η : ομάδα ανθρώπων που ανήκουν στο στενό περιβάλλον κάποιου υψηλού κυρίως προσώπου και που τον συνοδεύουν στις μετακινήσεις του· συνοδεία2α.
[λόγ. < αρχ. ἀκολουθία]