Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακολλάριστος -η -ο [akoláristos] Ε5 : για ύφασμα που δεν το έχουν κολλαρίσει, που δεν είναι κολλαρισμένο: Tα λινά τραπεζομάντιλα δε σιδερώνονται ακολλάριστα.
[α- 1 κολλαρισ- (κολλαρίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακολλάριστος, -η, -ο [akoláristos]
- ① unstarched (before ironing) (ant κολλαρισμένος):
- ~ γιακάς, ακολλάριστο πουκάμισο
- ② not cleansed w. the addition of starch, of wine:
- ακολλάριστο κρασί
- ③ unsized, of paper etc:
- ακολλάριστο χαρτί
- ⓐ worn, not new, of paper money (syn τσαλακωμένος, τριμμένος, ant κολλαρισμένος):
- ας είχα μερικά χιλιάρικα κι ας ήταν κι ακολλάριστα
[cpd w. κολλαριστός: κολλαρίζω]
- ① unstarched (before ironing) (ant κολλαρισμένος):