Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακολάκευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ακολάκευτος, επίθ.
  • (Προκ. για ζώα) που δεν δέχεται καλοπιάσματα:
    • (Διήγ. παιδ. 158).

[αρχ. επίθ. ακολάκευτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακολάκευτος, -η, -ο [akoláceftos]
  • unflattered or not subject to flattery:
    • άφησες την κοπέλα ακολάκευτη

[fr MG ακολάκευτος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες